πασχάζω

πασχάζω
πασχάζω και πασκάζω πάσχασα, παύω τη νηστεία και τρώγω αρτύσιμα φαγητά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πασχάζω — ΝΜ, και πασκάζω Ν [Πάσχα] εορτάζω το Πάσχα νεοελλ. 1. σταματώ να νηστεύω, τρώγω πασχαλινά φαγητά 2. παροιμ. «πάσχασ ο καλόγερος πάλι κουκιά μαγείρευε» λέγεται για τους φτωχούς οι οποίοι ακόμη και τις πασχαλινές ημέρες τρώνε νηστήσιμα φαγητά …   Dictionary of Greek

  • πάσχασμα — και πάσκασμα, το [πασχάζω] ο εορτασμός τού Πάσχα …   Dictionary of Greek

  • πασκάζω — βλ. πασχάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”